- ατέμβω
- ατέμβω (Α)1. κακομεταχειρίζομαι, στερώ2. παθ. στερούμαι, χάνω3. μέσ. επιπλήττω, κατακρίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dabhnόti «βλάπτω», dambhά-, αρσ. «απάτη». Το α- του ατέμβω πιθ. αθροιστικό ή επιτατικό. Το ρ. ατέμβω μαρτυρείται στην ποίηση, χρησιμοποιείται δε μόνο στον ενεστώτα. Στην Ιλιάδα απαντά με τη σημασία «στερούμαι», ενώ στην Οδύσσεια εμφανίζεται με ενεργητική διάθεση για να δηλώσει την έννοια «κακομεταχειρίζομαι, στερώ». Τέλος, στον Απολλώνιο τον Ρόδιο συντάσσεται με δοτ. και σημαίνει «επιπλήττω, κατακρίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.